- κλυτόβουλος
- κλυτόβουλος, -ον (Α)φημισμένος για τις συμβουλές του.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + -βουλος (< βουλή), πρβλ. αρκεσί-βουλος, επί-βουλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλυτόβουλε — κλυτόβουλος famous in counsel masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)